- συναρωγός
- -όν, Ασυμβοηθός.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀρωγός «βοηθός» (< ἀρήγω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναρωγόν — συναρωγός helper masc/fem acc sg συναρωγός helper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρωγέ — συναρωγός helper masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρήγω — ἀρήγω (Α) 1. βοηθώ, συντρέχω κάποιον 2. βοηθώ κάποιον σε πόλεμο 3. συντελώ στη θεραπεία ασθένειας κάποιου 4. εμποδίζω, προλαβαίνω κάτι 5. γλυτώνω, κάποιον από κίνδυνο 6. απρόσ. ἀρήγει είναι καλό, πρέπει, αρμόζει. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται… … Dictionary of Greek